-
1 επαναγω
I[ἀνά - вверх]1) поднимать, выводить(τι πρὸς τὸ φῶς Plat.)
2) выводить в открытое море(τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς Xen.)
3) pass. отплывать, отправляться(ταῖς ναυσί Thuc.; εἰς τέν Χίον Xen.)
4) возводить(τινὰ εἰς ἡρωϊκέν τάξιν Dem.)
5) возбуждать, разжигать(τὸν θυμόν Her.)
6) юр. передавать, представлять(ἀδικήματα εἰς τὰ δικαστήρια Plat.; τὸ καταψηφιζόμενον ἐπὴ τοὺς ἄρχοντας Arst.)
II[ἀνά назад]1) отводить или относить назад(τὸ στρατόπεδον Thuc.; τὰ ὑγρὰ ἐκ μέσων Plut.)
οἱ ἐπαναχθέντες Her. — (потерпевшие кораблекрушение и) выброшенные на берег;ἐ. τὸν λόγον ἐπὴ τέν ὑπόθεσιν Xen. — сводить речь к основному вопросу;ἐ. ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν κακῶν Plat. — выпутаться из бедственного положения2) возвращать(τινὰ εἰς τὸν περὴ τοῦ πράγματος λόγον Plat.; τοῖς στρατιώταις τι Plut.)
3) отступать, возвращаться(ἐπὴ τέν ἀρχέν τῆς ὑποθέσεως Polyb.)
См. также в других словарях:
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
Κεράτιος κόλπος — (τουρκ. Halic, αγγλ. Golden Corn). Κόλπος (μήκος 7 χλμ., πλάτος από 500 μ. έως 2.000 μ.) του Βοσπόρου, που χωρίζει την Κωνσταντινούπολη. Οφείλει την ονομασία του στην αρχαιότερη ονομασία Κέρας, την οποία έλαβε, κατά τον Στράβωνα, λόγω της… … Dictionary of Greek